- βράζω
- (AM βράζω)υποβάλλω κάτι σε βρασμό, το κάνω να βράσειμσν.- νεοελλ.1. βρίσκομαι μέσα σε υγρό σε κατάσταση βρασμού2. θερμαίνομαι πολύ3. (για μέταλλο) πυρακτώνομαι4. (για οίνο) υφίσταμαι ζύμωση5. αναδεύομαι, αναταράσσομαι6. αγανακτώ, οργίζομαινεοελλ.1. υπάρχω σε αφθονία («ο κόσμος βράζει στην πλατεία», «το σπίτι βράζει από τις μύγες»)2. ακμάζω («έβραζε το λαθρεμπόριο»)3. (σε περίπτωση ναυαγίου) εκβράζω4. (για όσπρια) είμαι βραστερός5. φρ. α) «να σε βράσω» — μου είσαι άχρηστος, αδιάφοροςβ) «βράζω από το κακό μου» — είμαι έξω φρενών, γεμάτος οργήγ) «βράζει το στήθος μου» — είμαι βαριά κρυολογημένος, το στήθος μου βγάζει ήχο όμοιο με του βρασμούδ) «βράζει το αίμα μου» — έχω πληθωρισμό ζωτικότητας ή υγείαςε) «βράζει με το ζουμί του» — κατατρύχεται από τις ίδιες του τις στενοχώριεςστ) «σ΄ ένα καζάνι βράζουμε όλοι» — οι τύχες όλων μας είναι κοινές.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος, μτγν. τ. του βράσσω *].
Dictionary of Greek. 2013.